μέτα

μέτα
μέτα
Grammatical information: adv. and prep. (w. gen., dat. a. acc.)
Meaning: `in the midst, after; between, with' (Il.).
Dialectal forms: Myc. meta
Origin: IE [Indo-European] [702] *meth₂ ? `in the midst, between, after'
Etymology: Without exact agreement outside Greek. Very similar is Germ., e.g. Goth. miÞ, ONord. með, OHG mit(i) `with, among' \< IE *met(í) or medhi (to μέσος?); Gr. -(τ)α could be an innovation after κατά, ἀνά, διά etc. A similar element is found often in Illyrian names: Metu-barbis, Met-apa, Μετ-άπιοι (hellenized Μεσσά-πιοι; vgl. Kretschmer Glotta 30, 162ff., 165f.), further also Alb. mjet `middle' (Porzig Gliederung 151 with Krahe). Cognate are further μέχρι (s. v.), prob. also μέσος. Details in Schwyzer 622 a. 629, Schwyzer-Debrunner 481 ff.; for the development of the meaning esp. Wackernagel Syntax 2, 241ff. Quite diff. Hahn Lang. 18, 83 ff.: to IE *sem- in εἷς etc.; not convincing. -- Here τὰ μέταζε `afterwards' (Hes. Op. 394 after Hdn. a. o.; τὰ μεταξύ codd.) with -ζε as in θύρα-ζε a. o.; usually and old μεταξύ adv. `in the midst, between' (Il.), late also `afterwards'; from μετα + ξυ(ν)?; Schwyzer 633 asking, Ruipérez Emer. 20, 197. -- Instead and beside μετά some dial. (Aeol., Dor., Arc.) use πεδά (s. v.).
Page in Frisk: 2,216

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μετά — mip indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτα — μετά mip indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… …   Dictionary of Greek

  • μετά — πρόθ. 1. ύστερα από: Μετά το φαγητό θα πιω καφέ. 2. έπειτα, ύστερα, κατόπι: Πού θέλεις να πάμε μετά; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετά χαράς — επίρρ. τροπ., ευχαρίστως, με προθυμία: Δέχτηκε μετά χαράς να με συνοδέψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτα — χημ. εμπορική ονομασία τής μεταλδεΰδης, η οποία με τη μορφή πλακιδίων χρησιμοποιείται ως στερεά καύσιμη ύλη, υποκατάστατο τού οινοπνεύματος …   Dictionary of Greek

  • Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μετὰ τὸν πόλεμον ἡ συμμαχία. — См. После ужина горчица …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. — τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. См. Вот злонравия достойные плоды …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἥ ποῦ... ἐβόμβει τὰ ωτα ὑμῖν; ἀεὶ γὰρ ἐμέμνητο ή κεκτημένη μετὰ δακρύων. — См. Что то у меня в ушах звенит кто то поминает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μετεξωρίσθην — μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 1st sg (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”